- δαγκωνιά
- ηδαγκωματιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαγκωνιά — η η δαγκωματιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δήγμα — το (AM δῆγμα) [δάκνω] δάγκωμα, δαγκωνιά νεοελλ. 1. απλό κέντρισμα, τσίμπημα από Έντομο («δήγμα κουνουπιού») 2. ύπουλη βλάβη, απλό πείραγμα μσν. πόνος, οδύνη αρχ. 1. η ποσότητα την οποία μπορεί κάποιος να δαγκώσει 2. φρ. «δῆγμα λύπης» λύπη που… … Dictionary of Greek
δαγκανιά — η βλ. δαγκωνιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)